Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007

Μια υπέροχη γιαγιά!!! Η δική μου...

Η γιαγιά μου, δεν είναι του παραμυθιού, είναι αληθινή… Τουλάχιστον 93 χρονών, ίσως ο πιο ωραίος άνθρωπος που έχω γνωρίσει. Σχεδόν εκατό χρόνια πολιτισμός, προσαρμοστικότητα, ανθρωπιά, αγάπη, ευχές… Την χαιρόμαστε σαν να είναι 5 χρονών παιδάκι, που τα ξέρει όλα και θέλει να τα μαθαίνει όλα.
«Έλα εδώ να γράψουμε ένα γράμμα, πως το λες, να πούμε χρόνια πολλά στη Φανιώ», το γράμμα ήτανε ένα sms με το κινητό τηλέφωνο κι η λέξη μήνυμα δεν της ήτανε εύχερη, ακόμη. Πήγα της ξαναέδειξα, αργά κι εντυπωσιασμένη το έγραψε το γράμμα της και μου είπε «πάτα κι εσύ τα υπόλοιπα, να πάει», τα πάτησα, πήγε γιαγιά, θα μας στείλουν κι εμάς.
Να σου πάρω και σένα ένα, εννοούσα κινητό τηλέφωνο.
Πόσο κάνει; Τι το θέλω εγώ, έχω το άλλο, παίρνω όποτε θέλω.
Το κινητό και το laptop αποφάσισε να μην τα εντάξει πλήρως στη ζωή της, απλά να τις εξηγήσουμε τι κάνουν και να δοκιμάσει λίγο, μέχρι εκεί. Το διάβασμα όμως είναι τρόπος ζωής, καθημερινά δικαιολογεί την συνδρομή σε μια τοπική εφημερίδα, την οποία διαβάζει από την αρχή μέχρι το τέλος. «Τι είναι αυτή που μού φερες σήμερα, πάρτην από δω, τά καψαν όλα, δεν άφησαν τίποτα» κι η μητέρα μου, «τι να κάνω μάνα τα έκαψαν, αυτά έχει σήμερα». Μια μέρα στο τηλέφωνο μου ανακοίνωσε πως ήτανε ιδιαίτερα χαρούμενη και την ρώτησα γιατί, « διάβασα σήμερα πως συναντήθηκαν σε ένα γλέντι και κουβέντιασαν καλά, δεν μάλωσαν, συνεννοηθήκαν ο βουλευτής της ΝΔ Τ… και του Πασόκ Σ… και έτσι θα πάει καλά ο τόπος». Μα να είναι χαρούμενη και να θεωρεί είδηση το γεγονός, ότι δεν βρίστηκαν μεταξύ τους οι πολιτικοί!!! Στις δημοτικές εκλογές την ρώτησα αν ήθελε να την πάω στο χωριό της να ψηφίσει, «δεν θέλω, με πιάνει (ζαλίζει) και το αυτοκίνητο, αλλά να είναι κανείς καλός και να πρέπει να πάω;» Κι αμέσως μετά: «Δεν πάω πουθενά, αν είναι καλός για τους νέους, θα τον βγάλουν οι άλλοι.» Γέλια από όλους τους παρόντες για τον αυθορμητισμό της, τη στάθμιση των δεδομένων, το ότι θέλω κάνω, το ότι την ζαλίζει το αυτοκίνητο…που για να την μετακινήσουμε απαιτεί τον πιο γκαζιάρη στην οικογένεια, πάει με 120 σε δρόμους επαρχιακούς και σου λέει «τρέξε κι άλλο με το γρήγορο δεν με πιάνει», δεν μας πιάνει κανείς γιαγιά, έτσι όπως πάμε.
Σχεδόν ένας αιώνας ζωής, με εμπειρίες πολλές κι από όλες, έμεινε ορφανή στα 5 της, έχασε τον μοναδικό αδερφό της στα 20 του από μια νάρκη στον πόλεμο του 40, κάθε χρόνο 28η Οκτώβρη, του καταθέτει στεφάνι με λουλούδια, με μάτια δακρυσμένα και δυο λόγια από ψυχής, δικά της. Στα 65, εκδήλωσε καρκίνο μήτρας, διάγνωση για μας τους συγγενείς, δεν της το είπαμε, η ίδια τραγουδούσε και έβαζε τις άλλες ασθενείς να χορεύουν στον Αγ. Σάββα κατά την διάρκεια 40 ακτινοθεραπειών. Η πρόγνωση ήτανε 3 με 4 μήνες ζωής, βγήκε από το νοσοκομείο να πάει στο σπίτι της, στον Λάμπρο της (ο παππούς, άλλη περίπτωση ανθρώπου), πήγε και ξαναθυμήθηκε το θέμα μετά από 20 χρόνια με μια επιστολή από το νοσοκομείο Αγ. Σάββας, στην κοινότητα του χωριού, που ρωτούσε αν η κάτοικος Κ… ζει ή αν πέθανε, ποια ήτανε η αιτία θανάτου για να κλείσουν ερευνητικό πρωτόκολλο 20ετίας. Έγραψε μόνη της την απάντηση, ότι ήτανε πολύ καλά, τους χιλιοευχαριστούσε, που την κάνανε καλά και τους καλούσε να τους κάνει το τραπέζι και να επισκεφτούν το χωριό καλοκαίρι που έχει πανηγύρια, έδωσε το γράμμα της στην γραμματέα του χωριού να το στείλει. Φάρμακα δεν παίρνει μέχρι σήμερα…Μέχρι πριν 2 χρόνια που έμενε και μόνη της στο σπίτι της, δεν την πείθαμε, να μείνει με μια από τις κόρες της, κατά τη διάρκεια του χειμώνα, δεν παραχωρούσε την ελευθερία της, μου έλεγε: τα βράδια που ξαπλώνω και δεν με παίρνει ο ύπνος και σκέφτομαι, όλη τη ζωή και πόσα πέρασα καλά και κακά, για να μη με πιάσει το παράπονο, πιάνω εγώ ένα τραγούδι κι ανοίγει η ψυχή μου κι αποκοιμιέμαι…Με έπιασαν εμένα σκέψεις και ένα παράπονο, έχει βρει τρόπους να διαχειρίζεται και να αλλάζει την πραγματικότητα με τα μέσα που διαθέτει και βλέπεις νέους ανθρώπους να κάνουν υπερκατανάλωση αγχολυτικών κι υπνωτικών…
Έχει μια λογική σοφία και μια παιδικότητα που με εντυπωσιάζει, την γαργαλάω και δεν αντέχει από τα γέλια, φωνάζει στη μαμά μου «αυτό θέλει παιχνίδια ακόμα κι εγώ γέρασα με φατσούλα πονηρή καθώς προσπαθεί να ανταποδώσει το γαργάλημα», Είναι και κοκέτα, φτιάχνουμε νύχια, μαλλιά, άσπρα και ροζ λαστιχάκια θέλει για το κοτσιδάκι των λευκών μαλλιών της, βρήκα κι ένα περιοδικό μόδας στο μαξιλάρι της, πριν λίγο καιρό και μου είπε «έχει κάτι όμορφα και χαριτωμένα ρούχα και κορίτσια».
Σου μιλάει με ένα στόμα γεμάτο ευχές προσαρμοσμένες στα δικά σου θέλω, που τα ξέρει καλά, διακριτική αλλά και με παροτρύνσεις, «αν έχεις δουλειές πήγαινε, θα διαβάσω λίγο εγώ», «να πας και μια βόλτα μη μείνεις σπίτι», «να έρχεσαι στη μανούλα σου συχνά, αλλά έχει κι άλλους τόπους να πας, να ξαναπάς και σε άλλα κράτη, να δεις κι εκεί», «με ένα καλό παιδί, αλλά ας λέμε εμείς, μη νομίζεις κι ο γάμος έχει ζόρι, σπίτι, παιδιά, ελεύθερη όπως είσαι τώρα δεν θα είσαι ποτέ…αλλά κι η μοναξιά αντέχεται; Δεν ξέρω σκέψου κι εσύ» . Σκέφτομαι πως είναι ένας πολύ ωραίος άνθρωπος, που ζει σκεπτόμενη για όλους και όλα και κάθε μέρα θέλω να ζήσει άλλα τόσα χρόνια, έτσι κι αλλιώς στα 89 όταν τη ρωτήσαμε γιαγιά τι κάνεις, έμενε στο σπίτι της θείας μου, μας είπε «τι να κάνω; έρχονται γεράματα», κοιταχτήκαμε γελώντας με τον αδερφό μου, καλά γιαγιά μπες στο αυτοκίνητο και πάμε στη μαμά μη μας προφτάσουν…άλλο που δεν ήθελε…

Θα μπορούσα να γράψω όλες τις στιγμές με τη γιαγιά μου κι είναι όλες μοναδικές κι υπέροχες. Θα της αφιέρωνα σίγουρα ένα κείμενο στο blog, ίσως και το πρώτο που καιρό λέω να το αναρτήσω, αλλά ψάχνω χρόνο.
Έγραψα σήμερα και χάρηκα την αναπόληση των στιγμών με τη γιαγιά μου κι είχα ταυτόχρονα μια θλίψη μεγάλη, για τους ηλικιωμένους που χάθηκαν στις φωτιές…